- ἑλκηδόν
- ἑλκ-ηδόν, Adv.A by dragging, pulling,
ἐμάχοντο πύξ τε καὶ ἑλκηδόν Hes.Sc.302
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐμάχοντο πύξ τε καὶ ἑλκηδόν Hes.Sc.302
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ελκηδόν — ἑλκηδόν (Α) επίρρ. συρτά, τραβηχτά … Dictionary of Greek
ἑλκηδόν — by dragging indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek
έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… … Dictionary of Greek